Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καϑ' ἕνα

См. также в других словарях:

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • Henotheism — (Greek Polytonic|εἷς θεός heis theos one god ) is a term coined by Max Müller, to mean devotion to a single god while accepting the existence or possible existence of other deities. [Müller, Max. (1878) Lectures on the Origin and Growth of… …   Wikipedia

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • DIELCYSTINDA — exercitationis apud Vett. genus, quod Ludum distractorum Mercurial. vocat. Eius meminit Iul. Pollux his verbis: Η῾ δὲ Διελκυςτίνδα παίζεται μεν` ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ εν ταῖς παλαίςτραις, οὐ μεν` ἀλλὰ καὶ ἀλλαχόθι. Δύο δὲ μοῖραι παίδων εἰσὶν ἕλκουσαι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SCOLIUM — Graece Σκολιὸν, subintellige μέλος, genus Carminis apud Graecos convivalis. Quamvis enim Socrates apud Platonem in Protagora, Musicae usum in conviviis improber illamque Euripides funeribus magis convenire, ad luctum mitigandum, asserat, tamen et …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανδρακάς — (I) ἀνδρακάς επίρρ. (Α) ανά άνδρα, ανά έκαστον άνδρα, στον καθένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + (επιρρ, κατάλ.) κας, η οποία πιθ. συνδέεται με την αρχ. ινδ. κατάλ, sas (πρβλ. ēca śas «καθ ένα», dvi śas «κατά ζεύγη» κ.ά.)]. (II) ἀνδρακάς ( άδος),… …   Dictionary of Greek

  • πουλί — και παλ. τ. πουλλί, το, ΝΜ πτηνό («καθ ἕνα δ ἀπὸ τὰ πουλιὰ κηλάδει τὴν λαλιὰν του», Διγεν. Ακρ.) νεοελλ. 1. νεοσσός, κυρίως κότας 2. μτφ. πέος 3. φρ. α) «ελεύθερος σαν πουλί» χωρίς καμία δέσμευση ή υποχρέωση β) «τρέχει σαν πουλί» τρέχει πάρα πολύ …   Dictionary of Greek

  • προσαρθρούμαι — όομαι, Α συνενώνομαι με αρμούς, συναρμόζομαι («καθ ἕνα δὲ ἕκαστον τῶν σπονδύλων προσήρθρωνται», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀρθροῦμαι «συναρμόζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… …   Dictionary of Greek

  • Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»